- ἀμηχανία
- ἀμηχανίᾱ , ἀμηχανίαwant of meansfem nom/voc/acc dualἀμηχανίᾱ , ἀμηχανίαwant of meansfem nom/voc sg (attic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ἀμηχανίᾳ — ἀμηχανίαι , ἀμηχανία want of means fem nom/voc pl ἀμηχανίᾱͅ , ἀμηχανία want of means fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αμηχανία — η (Α ἀμηχανία) [ἀμήχανος] απορία, έλλειψη τρόπου για διέξοδο από δυσχέρειες, στενοχώρια νεοελλ. δυσχέρεια, αμφιβολία, ενδοιασμός αρχ. έλλειψη μέσων και τρόπων για την ικανοποίηση βιοτικών αναγκών, ένδεια … Dictionary of Greek
αμηχανία — η δύσκολη θέση, στενοχώρια, απορία: Αρκετό καιρό τώρα βρισκόταν σε μεγάλη αμηχανία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀμηχανίας — ἀμηχανίᾱς , ἀμηχανία want of means fem acc pl ἀμηχανίᾱς , ἀμηχανία want of means fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμηχανίαι — ἀμηχανία want of means fem nom/voc pl ἀμηχανίᾱͅ , ἀμηχανία want of means fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμηχανίαν — ἀμηχανίᾱν , ἀμηχανία want of means fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμηχανιῶν — ἀμηχανία want of means fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμηχανίαις — ἀμηχανία want of means fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμηχανίη — ἀμηχανία want of means fem nom/voc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμηχανίην — ἀμηχανία want of means fem acc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)